- ορθοεπής
- ης, ες орфоэпический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθοεπής — ές (Μ ὀρθοεπής, ές) αυτός που τηρεί και εφαρμόζει ορθά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στην προφορική και γραπτή έκφρασή του, που διατυπώνει ορθά τις σκέψεις του νεοελλ. εκφρασμένος με σωστό τρόπο («ορθοεπής λόγος»). επίρρ... ορθοεπώς… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθολόγος — ο αυτός που μιλά σωστά, ορθοεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek